σκοτώνω

σκοτώνω
Ν
1. θανατώνω, φονεύω (α. «σκότωσε τη γυναίκα του» β. «καὶ σκοτωμένους δυο απ' αυτούς, πολλ' άσκημα ευρήκα», Ερωτόκρ.)
2. μτφ. α) προκαλώ βαθιά θλίψη και πόνο, ταλαιπωρώ, σωματικά ή ψυχικά, καταβασανίζω (α. «με αυτό που μού είπες μέ σκότωσες» β. «αυτή η δουλειά μάς σκοτώνει κάθε μέρα»)
β) πουλώ κάτι όσο όσο, ξεπουλώ («σκότωσα τη μηχανή μου»)
3. μέσ. σκοτώνομαι
α) χάνω βίαια τη ζωή μου, φονεύομαι
β) αυτοχειριάζομαι, αυτοκτονώ
γ) μτφ. i) κοπιάζω πάρα πολύ, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι (α. «σκοτώνεται στη δουλειά» β. «σκοτώθηκε στη μελέτη»)
ii) χτυπώ, μωλωπίζομαι, («πού σκοτώθηκες πάλι;»)
iii) συνωστίζομαι, σπρώχνομαι, διαγκωνίζομαι («σκοτώνονται τα μικρά ποιο να πρωτοπαίξει με το παιχνίδι»)
iv) δείχνω πολύ μεγάλο ζήλο και προθυμία («σκοτώθηκε να μάς περιποιηθεί η καημένη η γυναίκα»)
4. (το μέσ. στο γ' πληθ. πρόσ. και συχνά ως αλληλοπαθές) σκοτώνονται
φιλονικούν, τσακώνονται, συμπλέκονται, μαλώνουν και χτυπιούνται με κίνδυνο να φονευθούν
5. φρ. α) «σκοτώνω στο ξύλο» — ξυλοκοπώ, δέρνω ανελέητα
β) «σκοτώνω την ώρα μου [ή τον καιρό μου]» — παιρνώ τον καιρό μου ασχολούμενος με πράγματα ανάξια λόγου
γ) «μού φέρεται σαν να τού σκότωσα τον πατέρα» — μέ μισεί θανάσιμα
δ) «κάνει σαν να τού σκότωσαν τον πατέρα» — είναι υπερβολικά δύσθυμος και ευέξαπτος
ε) «σκοτώθηκε να...» ή «σκοτώνεται να...» ή «μη σκοτώνεσαι»
(με ειρωνική σημ.) λέγεται για κάποιον που δεν καταβάλλει καμιά προσπάθεια και δεν δείχνει ζήλο ή ενδιαφέρον για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκοτῶ, -όω «σκοτίζω, τυφλώνω ρίχνω στο σκοτάδι» < σκότος «σκοτάδι, τυφλότητα, θάνατος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκοτώνω — σκοτώνω, σκότωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκοτώνω — σκότωσα, σκοτώθηκα, σκοτωμένος 1. θανατώνω κάποιον: Σκότωσε ο τύραννος όλους τους αντιπάλους του. – Σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα. 2. ταλαιπωρώ ψυχικά κάποιον: Αυτή η πράξη του γιου του τον σκότωσε. 3. εξαντλώ κάποιον: Το αφεντικό μάς σκότωσε στη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδικοσκοτώνω — σκοτώνω κάποιον άδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + σκοτώνω] …   Dictionary of Greek

  • αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν …   Dictionary of Greek

  • Liste Swadesh Du Grec Moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …   Wikipédia en Français

  • Liste swadesh du grec moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …   Wikipédia en Français

  • βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… …   Dictionary of Greek

  • εναποκτείνω — ἐναποκτείνω (AM) μσν. σκοτώνω επί τόπου αρχ. σκοτώνω μέσα σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • επαναιρώ — ἐπαναιρῶ, έω (AM) μέσ. επανεκλέγω ή απλώς εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ αρχ. 1. (ενεργ. και μέσ.) βγάζω από τη μέση, σκοτώνω κάποιον ή κάτι 2. σκοτώνω κάποιον μαζί ή μετά από άλλον 3. μέσ. αναλαμβάνω, αποδέχομαι («βαρὺν πόλεμον καὶ ἄσπονδον… …   Dictionary of Greek

  • επαποκτείνω — ἐπαποκτείνω και ἐπαποκτιννύω (Α) σκοτώνω κάποιον μετά από κάποιον άλλο («αὐτὸν ἐκεῑνον δυσανασχετοῡντα ἐπὶ τούτῳ ἐπαπέκτεινε», Δίων Κάσα). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αποκτείνω «σκοτώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”